πολιτικότητα

πολιτικότητα
η, Ν
1. η ικανότητα για επιδέξιους χειρισμούς δύσκολων θεμάτων
2. διπλωματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός. Η λ., στον λόγιο τ. πολιτικότης, μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”